- Καποδίστριας, Ιωάννης
- (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι Ενετοί κυρίαρχοι της Επτανήσου) από τον δούκα της Σαβοΐας, μετοίκησε οριστικά στην Κέρκυρα περίπου στα τέλη του 15ου αι. (βλ. λ. Καποδίστριας, παραπάνω). Ο Κ. ήταν γιος του κόμη Αντώνιου-Μάριου Καποδίστρια και έκανε τις πρώτες σπουδές του στην Κέρκυρα. Αργότερα μετέβη στην Πάντοβα, όπου σπούδασε ιατρική και, μετά την αποφοίτησή του, επέστρεψε στη γενέτειρά του. Εκεί άσκησε το επάγγελμα του γιατρού για μικρό διάστημα, από τα τέλη όμως του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολιτική.
O Κ. πρωτοεμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή σε μια στιγμή που τα Επτάνησα γνώριζαν μια νέα περίοδο της ιστορίας τους: το 1797 στρατεύματα της επαναστατικής Γαλλίας κατέλαβαν τα Επτάνησα, καταργώντας την ενετοκρατία και το τοπικό καθεστώς των ευπατρίδων. Το 1798 ρωσοτουρκικός στόλος με επικεφαλής τον ναύαρχο Ουσακόφ κατέπλευσε στα νησιά του Ιονίου και υποχρέωσε τους Γάλλους να αποχωρήσουν. Οι ευπατρίδες αποκαταστάθηκαν και, με τη ρωσοτουρκική συνθήκη που επακολούθησε (Μάρτιος 1800), παραχωρήθηκε στα νησιά καθεστώς αυτοδιοίκησης: ανακηρύχθηκαν σε πολιτεία υποτελή στον Τούρκο σουλτάνο, η οποία όφειλε να πληρώνει φόρο υποτελείας στην Υψηλή Πύλη (75.000 γρόσια κάθε τριετία) και να κυβερνάται από την αριστοκρατία του τόπου. Η κατάσταση σηματοδότησε την πρώτη είσοδο του Κ. στην πολιτική σκηνή. Αρχικά, ως έκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, εργάστηκε για την εφαρμογή του νέου πολιτεύματος, ενώ αργότερα έγινε υπουργός και τέλος γραμματέας της Επικρατείας για τις υποθέσεις εξωτερικών, ναυτικών και εμπορίου. Την περίοδο εκείνη ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τη ρωσική Αυλή. Όμως, η ύπαρξη της Ιονίου Πολιτείας και η πολιτική σταδιοδρομία του Κ. στα Επτάνησα δεν διήρκεσαν πολύ. Ο πληθυσμός ήταν έντονα δυσαρεστημένος από το νέο απολυταρχικό καθεστώς, τα νησιά ανακατελήφθησαν (1807) από τον Ναπολέοντα και τελικά προσαρτήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία (1809). Τότε ο Κ. αναχώρησε για τη Ρωσία.
Τον Ιανουάριο του 1809 έφτασε στην Πετρούπολη και τέθηκε στην υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας. Από τότε και μέχρι το 1822, σε μια περίοδο από τις σπουδαιότερες και πιο κρίσιμες της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο Κ. συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση και στην άσκηση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Χάρη στις ικανότητές του, ανεδείχθη σε έξοχο διπλωμάτη, έφτασε στα ανώτατα αξιώματα του ρωσικού διπλωματικού σώματος και έγινε υπουργός Εξωτερικών του τσάρου. Την εποχή αυτή συνδέθηκε στενά με τον Αλέξανδρο A’ και με το μυστικό συμβούλιο της ρωσικής Αυλής, το οποίο αποτελούσαν αριστοκράτες επηρεασμένοι από τις αντιλήψεις του γαλλικού Διαφωτισμού, που προσπαθούσαν να δώσουν ένα σύνταγμα στην απολυταρχική Ρωσία. Ο Κ. έγινε οπαδός της «πεφωτισμένης δεσποτείας», δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού. Οι πεποιθήσεις του αυτές υπήρξαν και η αιτία των περιπετειών του και των παρεξηγήσεων σχετικά με τον ρόλο του. Ο Μέτερνιχ της Αυστρίας, άσπονδος εχθρός κάθε ελευθερίας, τον συκοφαντούσε διαρκώς και τον παρουσίαζε ως έναν επικίνδυνο ανατροπέα, ενώ από την άλλη οι Φιλικοί τον κατηγορούσαν για τον συντηρητισμό του. Το 1817 η Φιλική Εταιρεία ανέθεσε στον Γαλάτη να συναντήσει τον Κ. και να του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει o Κ. στην αυτοβιογραφία του (γραμμένη το 1826), απάντησε στον απεσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας με τα εξής λόγια: «Διά να σκέπτεται κανείς, κύριε, περί τοιούτου σχεδίου πρέπει να είναι παράφρων, διά να τολμήση δε να μοι ομιλήση περί αυτού εν τω οίκω τούτω, όπου έχω την τιμήν να υπηρετώ μέγαν και κραταιόν μονάρχην, πρέπει να είναι όπως είσθε εσείς, νέος μόλις εγκαταλείψας τους βράχους της Ιθάκης, και παρασυρόμενος δεν ηξεύρω υπό ποίων τυφλών παθών» και συμβούλευε τους Φιλικούς ότι «εάν δεν θέλουν να καταστραφούν και να συμπαρασύρουν μεθ’ εαυτών εις τον όλεθρον το αθώον και δυστυχές έθνος των, πρέπει να εγκαταλείψουν τας επαναστατικάς ενεργείας των και να ζήσουν ως πρότερον υφ’ ας κυβερνήσεις ευρίσκονται, μέχρις ου η Θεία Πρόνοια αποφασίσει άλλως».
Στην πραγματικότητα, όμως, o Κ. δεν ήταν φίλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Η άρνησή του να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας οφειλόταν στην έμφυτη αντιπάθειά του για τις επαναστατικές μεθόδους πάλης, όπως επίσης και γιατί πίστευε ότι η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της εθνικής επανάστασης. Επιπλέον, πίστευε ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε ξένες δυνάμεις δεν θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων και διά της προηγουμένης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν. Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν». Γι’ αυτό και θεωρούσε ότι, αν το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας ετίθετο σε εφαρμογή, δεν θα είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να αντικαταστήσει «το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν». Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, ο Κ. προσπάθησε να προδιαθέσει ευνοϊκά τον Αλέξανδρο A’ υπέρ των ξεσηκωμένων Ελλήνων και να τον πείσει να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας δύο επιχειρήματα: πρώτον, η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων θα ενίσχυε σημαντικά την επιρροή της στα Βαλκάνια και θα έθετε επί τάπητος το πρόβλημα των Στενών· επίσης, η υποστήριξη της Ρωσίας προς τους χριστιανούς Έλληνες δεν θα εναντιωνόταν στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας, γιατί θα είχε τη μορφή της συμπαράστασης προς έναν ομόδοξο λαό, που αγωνιζόταν εναντίον ενός αντίχριστου μονάρχη. Όμως, την ίδια περίοδο η Ρωσία διέθετε και δεύτερο υπουργό Εξωτερικών, τον Νέσελροντ, τα αισθήματα και οι διαθέσεις του οποίου διέφεραν από του Κ. Πρώην διπλωμάτης καριέρας, συντηρητικός και πιστός στο πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, ο Νέσελροντ τάχθηκε κατά της Ελληνικής Επανάστασης, την οποία θεωρούσε –όπως και ο Μέτερνιχ– τμήμα της διεθνούς επανάστασης εναντίον των μοναρχιών. Παρά τις προσπάθειες του K., ο τσάρος συμμερίστηκε τις απόψεις του Νέσελροντ. Στο συνέδριο των εταίρων της Ιεράς Συμμαχίας στο Λάιμπαχ (Μάιος 1821) η Ελληνική Επανάσταση καταδικάστηκε και ο K., ηττημένος, αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία, να φύγει στην Ελβετία (καλοκαίρι 1822) και να ιδιωτεύσει για μια ολόκληρη πενταετία, κατά την οποία όμως δεν διέκοψε τις προσπάθειές του για να εξασφαλίσει τη συμπαράσταση κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Στην προσπάθειά του αυτή είχε στενό συνεργάτη τον Ελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Εϋνάρδο.
Στο διάστημα αυτής της πενταετίας προτού χριστεί κυβερνήτης της Ελλάδας, μεσολάβησαν γεγονότα που ευνόησαν την Ελληνική Επανάσταση. Η εξωτερική πολιτική της Αγγλίας άλλαξε μετά την επικράτηση του Τ. Κάνινγκ (1822), ενώ ο Νικόλαος Α’ αναρρήθηκε στον ρωσικό θρόνο (1825). Στις 4 Απριλίου 1826 η Ρωσία και η Αγγλία υπέγραψαν στην Πετρούπολη ιδιαίτερο πρωτόκολλο, με το οποίο αναγνώριζαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους με την επικυριαρχία του σουλτάνου. Έτσι, δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα ένας αγγλορωσικός συνασπισμός κατά του σουλτάνου Μαχμούτ B’, στον οποίο προσχώρησε λίγο αργότερα και η Γαλλία. Οι τρεις σύμμαχοι υπέγραψαν τη συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827) με την οποία ζητούσαν τον τερματισμό των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών και την αναγνώριση από τον σουλτάνο της ύπαρξης του ελληνικού κράτους.
Με αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας αποφάσισε (3 Απριλίου 1827) να ονομάσει τον κόμη Κ. κυβερνήτη της Ελλάδας. Έπειτα από περίπου έναν χρόνο (Ιανουάριος 1828), λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) και μερικούς μήνες πριν από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (Μάιος 1828-Ιούλιος 1829), ο Κ. έφτασε στην Αίγινα. Όμως, για δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1830), ήταν κυβερνήτης ενός κράτους που δεν είχε διεθνή αναγνώριση.
Η διακυβέρνηση του K. ήταν σύντομη. Προσπάθησε να κυβερνήσει τη μικρή και ταλαιπωρημένη από τον μακρόχρονο αγώνα χώρα του με βάση τις αρχές της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Αποτέλεσμα ήταν να έρθει σε αντίθεση τόσο με το ίδιο το σύνταγμα της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας όσο και με το φιλελεύθερο πνεύμα των αγωνιστών του 1821. Από την άλλη, οι προσπάθειές του για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας τον έφερναν σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προεστούς και γαιοκτήμονες, ενώ η φιλία του προς τη Ρωσία τον έκανε ανεπιθύμητο και ύποπτο για την Αγγλία και τη Γαλλία. Ο Κ. είχε ανάγκη από τη συμπαράσταση του λαού για να κυβερνήσει τον τόπο ως φωτισμένος δεσπότης. Όμως, η κατηγορηματική άρνησή του να μοιράσει τη γη στους ακτήμονες αγρότες (στα τρία πέμπτα του πληθυσμού της ελεύθερης Ελλάδας) του στερούσε τη λαϊκή υποστήριξη και τον άφηνε απροστάτευτο στις επιθέσεις των αντιπάλων του. Τελικά, στις 9 Οκτωβρίου 1831 δολοφονήθηκε από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Το σχέδιό του για την «πεφωτισμένη δεσποτεία» στην Ελλάδα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα χρεοκόπησε και ο ίδιος βρήκε σκληρό και άδικο τέλος.
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, σε πίνακα της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους και έξοχος διπλωμάτης.
Η μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια απεικονίζεται στο νόμισμα των 20 λεπτών (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.